Η αρχή του τέλους και το τέλος της αρχής

Η κρίση,όπως και η Ρώμη, δεν γεννήθηκε σε μια μέρα. Το χειρότερο; Δεν θα εξαλειφθεί το ίδιο γρήγορα. Κι επειδή, ως γνωστόν, σε αυτή τη ζωή, από τα σύννεφα πέφτουν μόνο όσοι αγνοούν την ιστορία, μια ματιά στο όχι και τόσο απώτερο παρελθόν φτάνει για να αποκηρυχθούν όλοι όσοι τριγυρνούν δεξιά κι αριστερά παριστάνοντας τους μικρέμπορους της αισιοδοξίας και των «πρόωρων καλών νέων». Λοιπόν, έχουμε και λέμε: μετά το κραχ του ’29, ακολούθησε μια τετραετία έντονης κάμψης μεγεθών, δεικτών και προσαρμογών, που όντως όμοιά της δεν είχε γνωρίσει μέχρι τότε η οικονομική επιστήμη.

Παραδόξως πώς, το ’33, όμως, ήταν μια αναπάντεχα καλή χρονιά, που έκανε πολλούς να αναθαρρήσουν και πολύ περισσότερους να είναι αισιόδοξοι. Στην πραγματικότητα και παρατηρώντας τις τότε εξελίξεις από την ασφάλεια που παρέχει η απόσταση των 77 ετών, εκείνη η χρονιά δεν αποτέλεσε παρά μια σύντομη παρένθεση. Η ουσιαστική ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας άρχισε να καταγράφεται από τα μέσα της δεκαετίας του ’50. Δηλαδή, 20 ολόκληρα χρόνια μετά τη χρονιά που πολλοί σύγχρονοι οικονομολόγοι χαρακτήριζαν ως «αρχή του τέλους» της κρίσης. Στην πραγματικότητα, το ’33 δεν ήταν τίποτα παραπάνω από το «τέλος της αρχής». Η αρχή του τέλους, έπρεπε να περάσουν δύο δεκαετίες και να μεσολαβήσει ένας Παγκόσμιος Πόλεμος, για να δρομολογηθεί. Σημαντική διευκρίνιση: η παρεμβολή ενός πολέμου στην προκειμένη περίπτωση δεν λογίζεται ως αρνητικό γεγονός για την ανάκαμψη της οικονομίας. Αντιθέτως, ήταν αυτός που έδωσε την τελική ώθηση για να ακολουθήσει η περίοδος της μεγάλης σύγκλισης. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας, παρατηρήθηκε ενδεχομένως για πρώτη φόρα και σίγουρα για τελευταία, τουλάχιστον κατά τον αιώνα που πέρασε, το φαινόμενο της οικονομικής και κοινωνικής ισορροπίας μεταξύ των ομάδων του πληθυσμού. Ποτέ άλλοτε, για παράδειγμα, δεν καταγράφηκε τόσο μεγάλη σύγκλιση των ετήσιων απολαβών μεταξύ του μέσου εργαζόμενου και του μέσου διευθύνοντος συμβούλου στις ΗΠΑ. Ανάλογη ήταν η εικόνα και στην Ευρώπη. Πόσο κράτησε το «θαύμα»; Οχι παραπάνω από 10 χρόνια. Κι αυτό γιατί από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 ξεκίνησε η περίοδος της μεγάλης απόκλισης, η οποία πήρε τις πραγματικές της διαστάσεις στις αρχές του ’70. Αλλά και πάλι, οι απολαβές του CEO της General Motors ούτε κατά διάνοια δεν έφταναν, αναλογικά, εκείνες του CEO της Wall Mart λίγο πριν ενσκήψει η τελευταία μεγάλη οικονομική κρίση. Η οποία και πάλι αναμένεται ότι θα διορθώσει την κατάσταση των έντονων ανισορροπιών, σε βάθος χρόνου. Γιατί το επέκεινα αυτής της κρίσης θα το ζούμε επί μακρόν, όπως διδάσκει η ιστορία. Οπότε, υπομονή…

Ο Χότζας και οι τραπεζίτες

Κάποιος θα πρέπει να μιλήσει στους τραπεζίτες για τον γάιδαρο του Χότζα, που ψόφησε ενώ επιχειρούσε να τον εκπαιδεύσει να μην… τρώει. Και να τους πει ότι κινδυνεύουν να «ξυπνήσουν» μια μέρα στο ίδιο «παχνί», αν συνεχίσουν τη σημερινή τακτική. Δηλαδή, να αυξάνουν κάθε λίγο και λιγάκι τα spreads των επιτοκίων με τα οποία δανείζουν τις επιχειρήσεις – πελάτες τους. Γιατί κινδυνεύουν να «ξυπνήσουν» ένα άλλο πρωί και να μην υπάρχουν ούτε επιχειρήσεις ούτε πελάτες. Οπότε, η «επόμενη πίστα» θα είναι αυτή που εξαφανίζονται και οι ίδιες. Αρα, δεν θα υπάρχει νικητής, το παιχνίδι δεν θα έχει αξία και όλοι θα μετρούν τις πληγές τους. Αυτό είναι το ζητούμενο;

Η στήλη με τους τραπεζίτες δεν έχει κανένα απολύτως θέμα. Αντιθέτως, τους θεωρεί όντως «ατμομηχανή». Μόνο που τώρα τελευταία τρέχουν σε λάθος ράγες. Και αν το αμφισβητούν, ας κάνουν τον κόπο να ρίξουν μια ματιά σε αυτό που συμβαίνει τους τελευταίους μήνες στην αγορά, το οποίο είναι ανεπανάληπτο ακόμα και για τα απερίγραπτα ελληνικά δεδομένα. Από τις διευθύνσεις τραπεζικών χορηγήσεων μεγάλων -και όχι μόνο- επιχειρήσεων, σχεδόν σε καθημερινή βάση, γίνονται ενημερώσεις στους οικονομικούς διευθυντές εταιρειών ότι «βρισκόμαστε στη δυσάρεστη θέση να σας ενημερώσουμε ότι τα spreads δανεισμού σας αυξάνουν». Για την ακρίβεια, η διατύπωση δεν είναι πάντα τόσο ευγενική, όσο παραπάνω. Για την ιστορία, επίσης, η αύξηση αυτή δεν αφορά μόνο καινούργια δάνεια, αλλά και υφιστάμενα. Και για τη συμπλήρωση του παζλ, η αύξηση αυτή δεν είναι της τάξης των 50 και των 100 μονάδων βάσης, αλλά μερικές φορές ξεπερνά και το 2,50%. Τώρα τελευταία μάλιστα αυτή η διελκυστίνδα παρουσιάζει τάσεις διεύρυνσης. Δηλαδή, όσο βαθαίνει η κρίση τόσο αυξάνει το επιτόκιο και άρα πλησιάζει ολοένα και περισσότερο το μοιραίο. Δηλαδή το λουκέτο.

Και το ερώτημα που εύλογα γεννάται είναι: Πόσα Phd χρειάζονται για να καταλάβει κανείς ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο όλοι τρέχουν με ελαφρά πηδηματάκια προς τον γκρεμό; Γιατί από πού θα βρει για να πληρώσει το χρήμα, που από μέρα σε μέρα ακριβαίνει, ο επιχειρηματίας που βιώνει την κρίση στο πετσί του; Πόσους υπαλλήλους θα πρέπει ακόμα να απολύσει; Και πόσες οικονομίες να κάνει; Κι αν φτάσει η μοιραία μέρα που θα πει ότι δεν πληρώνει, από πού θα διασφαλίσει η τράπεζα τα χρέη; Από τα ανύπαρκτα, εδώ και καιρό, πάγια των ελληνικών επιχειρήσεων; Αυτές -όχι ότι είναι καλύτερες- είχαν μάθει να παρέχουν υπηρεσίες, αντί να παράγουν πλούτο. Πόσες Πόρσε έχουν απομείνει για να δεσμευτούν; Και τι θα τις κάνουν κι αυτές οι τράπεζες; «Βρώμισαν» οι μάντρες από δαύτες και δεν ξέρουν ήδη τι να τις κάνουν. Οπως και το κράτος τους ανέργους, σε λίγο καιρό…

Η ήττα έχει …ποσοστό

Πόσο κοστολογεί την “ήττα” των ελληνικών ομολόγων από όλη αυτή την ιστορία της κρίσης, της έλλειψης ρευστότητας και των συνεχών υποβαθμίσεων, η “Διεθνής των Τραπεζών”; Στο 17%. Πλέον, το ελληνικό πρόβλημα ποσοτικοποιείται. Κάτι είναι κι αυτό, αν σκεφτεί κανείς ότι μέχρι τώρα ο καθένας έλεγε το μακρύ και το κοντό του…

Το ματς χάθηκε από τα αποδυτήρια

Στην Ελλάδα υπάρχουν σήμερα περί τους 700.000 εργαζομένους με βαρέα –και ενίοτε υπερβαρέα– και ανθυγιεινά ένσημα. Αν κάποιος δεν γνώριζε την κατάσταση κι άκουγε μόνο τον συγκεκριμένο αριθμό, θα νόμιζε ότι βρίσκεται κάπου στην Κίνα. Θα θεωρούσε περίπου δεδομένο ότι ο ρυθμός ανάπτυξης τρέχει με +12% και εννοείται ότι θα έπεφτε από τα σύννεφα όταν θα άκουγε πανηγυρισμούς, επειδή η ύφεση φέτος δεν θα κλείσει στο –4%, αλλά στο –3,5%. Κι ευλόγως, μετά το πρώτο σοκ, θα του γεννιόταν το ερώτημα: Πού απασχολούνται όλοι αυτοί ή, καλύτερα, πού είναι κρυμμένοι; Αφού είναι γνωστό ότι ο όρος «βαριά βιομηχανία» στη χώρα μας είναι άνευ περιεχομένου και παραπέμπει εδώ και καιρό σε σύντομο ανέκδοτο. Oχι, βεβαίως, ότι δεν υπάρχουν κι εργαζόμενοι στα βαρέα. Δυστυχώς, όμως, τους ανθρώπους αυτούς «τους παίρνει η μπάλα». Kαι κάπως έτσι οι εργαζόμενοι στα χαλυβουργεία χάνουν το δίκιο τους επειδή κάποιοι έδωσαν τα ίδια δικαιώματα στις χειρίστριες κοπτοραπτικών μηχανών, αλλά τα αφαίρεσαν από τους οδοκαθαριστές. Τρελά πράγματα, δηλαδή.

Τα συνδικάτα, από την πλευρά τους, ζουν το δικό τους δράμα. Τρέχουν τώρα να διασφαλίσουν τα ασφαλιστικά δικαιώματα των βαρέων και ανθυγιεινών, αλλά κάθε φορά που τολμούν να αναφέρουν τον αριθμό των δικαιούχων, χάνουν το ματς από τα αποδυτήρια. Γιατί καλά να το λες στον Ελληνα υπουργό Εργασίας, που είναι «υποψιασμένος», αφού «ξέρει» και δείχνει «κατανόηση» όταν του «κλείνεις το μάτι». Αλλά να το πεις στον Σουηδό ελεγκτή και να ελπίζεις ότι θα το πιστέψει, είναι σαν να έχεις δώσει ραντεβού με τη Δευτέρα Παρουσία και να την περιμένεις στην ώρα της. Γίνονται αυτά τα πράγματα;

Δεν νομίζω. Oπως δεν γίνεται να βάζεις μια ζωή μαξιμαλιστικά «θέλω» και να έχεις την απαίτηση να σου προκύπτουν. Ηταν μαθηματικώς βέβαιον ότι κάποια στιγμή η δουλειά «θα στράβωνε». Τώρα, η ΓΣΕΕ παρακολουθεί, ανήμπορη, σε αρκετές περιπτώσεις, να αντιδράσει, το ξήλωμα του πουλόβερ. Ενδεχομένως, θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι εκπρόσωπος των εργαζομένων ήταν, αυτή ήταν η δουλειά της: να επιδιώκει το καλύτερο. Λάθος, γιατί σε αυτήν την περίπτωση, το καλύτερο θα ήταν να εισπράτταμε όλη την επιταγή με το μηνιάτικο σπίτια μας, την 1η του μηνός. Και απλώς να την εξαργυρώναμε. Το σωστότερο, όμως, θα ήταν να έβαζε στο τραπέζι λογικές απαιτήσεις για να εξασφαλίσει αύριο-μεθαύριο το σημαντικότερο: εργασία – ασφάλιση – συντάξεις. Ακολουθώντας την ανάποδη τακτική –σε άμεση συνέργεια με τους πολιτικούς– το μόνο που κατάφερε ήταν να τρέχει σήμερα και να μην προλαβαίνει τα αυτονόητα. Iσως αυτή η κρίση να είναι μια καλή αιτία για να κάνουν και τα συνδικάτα την αυτοκριτική τους. Ετσι κι αλλιώς, όπως πάνε τα πράγματα, σε λίγο καιρό δεν θα έχουν και πολλά να κάνουν…

Ζητούνται κορόιδα

Στην κυβέρνηση, ακόμα και τώρα, στις δύσκολες στιγμές που περνάμε, δεν έχασαν την αίσθηση του χιούμορ. Δείγμα θετικό και αισιόδοξο για το μέλλον μας. Αυτό συνεπάγεται ότι υπάρχει ελπίδα, οπότε μπορούμε να αισιοδοξούμε κι εμείς οι υπόλοιποι. Παράδειγμα: «Βγαίνουν» στις διεθνείς αγορές για να πουλήσουν κρατική περιουσία, προσδοκώντας ότι θα συγκεντρώσουν περί το 1 δισ. ευρώ και ανακοινώνουν ότι πουλάνε ό, τι πιο σκουριασμένο «ασημικό» υπάρχει στο οικογενειακό ντουλάπι. Αν δεν είναι αυτό το ανέκδοτο των ημερών, τότε ποιο είναι;

Για παράδειγμα, ανακοινώνουν ότι πουλάνε τον… ΟΣΕ. Αυτόν που ούτε όσοι τον ξεζούμιζαν όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν τον αντέχουν. Γι’ αυτόν τον ΟΣΕ, λοιπόν, το ελληνικό Δημόσιο απευθύνει πρόσκληση: «Ελάτε να τον αγοράσετε». Κατά βάθος, βεβαίως, όλοι ξέρουν πως ούτε τα λεφτά της αγγελίας δεν θα βγάλουν (σ. σ. εκτός κι αν δεν έχουν σκοπό να την πληρώσουν – δεν θα είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά). Και εύλογα γεννάται το καλοπροαίρετο ερώτημα: Δηλαδή, πόσα «κορόιδα» νομίζουμε ότι κυκλοφορούν ακόμα στις αγορές και περιμένουν εμάς για να τους τα «αρπάξουμε»; Στους Κινέζους της Cosco, που επιχειρήσαμε να τους «πουλήσουμε μυαλό», μας το ξέκοψαν. «Παρεξήγηση», μας είπαν. «Εμείς ναυτιλιακές εργασίες παρέχουμε. Δεν ζωντανεύουμε… νεκρούς». Κι εκεί σταμάτησε κάθε συζήτηση, αφού στην πραγματικότητα δεν είχε κανένα απολύτως αντικείμενο.

Oχι βεβαίως ότι αν αποφασίσουμε να πουλήσουμε, δεν έχουμε να κατεβάσουμε τίποτα από το ράφι. Μόνο που ό, τι μπορεί να «πιάσει» ακόμα τιμή το κρατάμε για πάρτη μας. Για παράδειγμα, τον ΟΠΑΠ. Οσοι τον ξέρουν λένε ότι είναι χρυσοτόκος κότα. Αν αύριο το πρωί δημοσιευόταν μια πρόσκληση ενδιαφέροντος, έξω από το υπουργείο Οικονομικών θα σχηματιζόταν ουρά. Αυτόν, όμως, δεν τον πουλάμε. Κι εύλογα γεννάται το ερώτημα σε όλους όσοι εκτός συνόρων βάζουν το χέρι στην τσέπη για να μας συνδράμουν οικονομικά τους τελευταίους μήνες: «Τι ακριβώς νομίζετε ότι κάνετε;». Το έθεσαν με εύσχημο τρόπο την προηγούμενη εβδομάδα οι Financial Times και αναμένεται ότι θα κάνουν σύντομα κι άλλοι. Εμείς, απλώς, προς το παρόν, κάνουμε ότι δεν ακούμε. Και επιμένουμε «στο βιολί μας». Από προχθές, μάλιστα, απειλούμε κιόλας. «Θα πάμε στα δικαστήρια τις αμερικανικές τράπεζες που αποδεδειγμένα μας εξαπάτησαν την περίοδο που τα spreads ανέβαιναν κατακόρυφα». Και καλά θα κάνουμε. Μόνο που θα πρέπει να παραδεχθούμε μαζί ότι το ίδιο διάστημα, ένα ολόκληρο Μέγαρο Μαξίμου κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου. Αφού προηγουμένως είχε «φάει» τρεις – τέσσερις φορές με τους επικεφαλής των εν λόγω τραπεζών και δεν είχε πάρει μυρουδιά τι του «μαγείρευαν». Υπάρχουν και οι ημερομηνίες, για όσους ενδιαφέρονται…

Η αρχή του τέλους και το τέλος της αρχής

Η κρίση,όπως και η Ρώμη, δεν γεννήθηκε σε μια μέρα. Το χειρότερο; Δεν θα εξαλειφθεί το ίδιο γρήγορα. Κι επειδή, ως γνωστόν, σε αυτή τη ζωή, από τα σύννεφα πέφτουν μόνο όσοι αγνοούν την ιστορία, μια ματιά στο όχι και τόσο απώτερο παρελθόν φτάνει για να αποκηρυχθούν όλοι όσοι τριγυρνούν δεξιά κι αριστερά παριστάνοντας τους μικρέμπορους της αισιοδοξίας και των «πρόωρων καλών νέων». Λοιπόν, έχουμε και λέμε: μετά το κραχ του ’29, ακολούθησε μια τετραετία έντονης κάμψης μεγεθών, δεικτών και προσαρμογών, που όντως όμοιά της δεν είχε γνωρίσει μέχρι τότε η οικονομική επιστήμη.

Παραδόξως πώς, το ’33, όμως, ήταν μια αναπάντεχα καλή χρονιά, που έκανε πολλούς να αναθαρρήσουν και πολύ περισσότερους να είναι αισιόδοξοι. Στην πραγματικότητα και παρατηρώντας τις τότε εξελίξεις από την ασφάλεια που παρέχει η απόσταση των 77 ετών, εκείνη η χρονιά δεν αποτέλεσε παρά μια σύντομη παρένθεση. Η ουσιαστική ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας άρχισε να καταγράφεται από τα μέσα της δεκαετίας του ’50. Δηλαδή, 20 ολόκληρα χρόνια μετά τη χρονιά που πολλοί σύγχρονοι οικονομολόγοι χαρακτήριζαν ως «αρχή του τέλους» της κρίσης. Στην πραγματικότητα, το ’33 δεν ήταν τίποτα παραπάνω από το «τέλος της αρχής». Η αρχή του τέλους, έπρεπε να περάσουν δύο δεκαετίες και να μεσολαβήσει ένας Παγκόσμιος Πόλεμος, για να δρομολογηθεί. Σημαντική διευκρίνιση: η παρεμβολή ενός πολέμου στην προκειμένη περίπτωση δεν λογίζεται ως αρνητικό γεγονός για την ανάκαμψη της οικονομίας. Αντιθέτως, ήταν αυτός που έδωσε την τελική ώθηση για να ακολουθήσει η περίοδος της μεγάλης σύγκλισης. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας, παρατηρήθηκε ενδεχομένως για πρώτη φόρα και σίγουρα για τελευταία, τουλάχιστον κατά τον αιώνα που πέρασε, το φαινόμενο της οικονομικής και κοινωνικής ισορροπίας μεταξύ των ομάδων του πληθυσμού. Ποτέ άλλοτε, για παράδειγμα, δεν καταγράφηκε τόσο μεγάλη σύγκλιση των ετήσιων απολαβών μεταξύ του μέσου εργαζόμενου και του μέσου διευθύνοντος συμβούλου στις ΗΠΑ. Ανάλογη ήταν η εικόνα και στην Ευρώπη. Πόσο κράτησε το «θαύμα»; Οχι παραπάνω από 10 χρόνια. Κι αυτό γιατί από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 ξεκίνησε η περίοδος της μεγάλης απόκλισης, η οποία πήρε τις πραγματικές της διαστάσεις στις αρχές του ’70. Αλλά και πάλι, οι απολαβές του CEO της General Motors ούτε κατά διάνοια δεν έφταναν, αναλογικά, εκείνες του CEO της Wall Mart λίγο πριν ενσκήψει η τελευταία μεγάλη οικονομική κρίση. Η οποία και πάλι αναμένεται ότι θα διορθώσει την κατάσταση των έντονων ανισορροπιών, σε βάθος χρόνου. Γιατί το επέκεινα αυτής της κρίσης θα το ζούμε επί μακρόν, όπως διδάσκει η ιστορία. Οπότε, υπομονή…

Μια σκηνή πίσω, μονίμως…

Στο ΠΑΣΟΚ πάντα είχαν ένα θέμα με τον χρόνο. Από συστάσεως του Κινήματος. Αυτή τη φορά, απλώς, το παράκαναν. Σε επίπεδο τακτικής, αν επιχειρήσει κανείς μια μικρή αναδρομή στους τελευταίους έξι κρίσιμους όσο και μοιραίους μήνες, θα διαπιστώσει ότι η κυβέρνηση αντιδρούσε πάντα με μια «διαφορά φάσης». Και τώρα το πληρώνει (μαζί και όλοι εμείς οι υπόλοιποι). Προσέξτε:

Α) Τον περασμένο Νοέμβριο-Δεκέμβριο, όταν όλοι όσοι γνώριζαν την κατάσταση της οικονομίας, μέσα κι έξω από την Ελλάδα, ζητούσαν -σχεδόν παρακαλούσαν- από τον πρωθυπουργό να προχωρήσει στην άμεση λήψη μέτρων, εκείνος αγέρωχα τους απαντούσε ότι «είναι επικεφαλής σοσιαλιστικής κυβέρνησης» και ότι θα απαντούσε στην κρίση «με την πράσινη ανάπτυξη», κάνοντας τους υπόλοιπους να κοκκινίζουν από τον θυμό. Σύντομα η «πράσινη ανάπτυξη» χάθηκε από τον ορίζοντα κι από το λεξιλόγιο του πρωθυπουργού, αλλά μαζί χάθηκε και πολύτιμος χρόνος, που δεν ανακτάται με τίποτα.

Β) Λίγο μετά, όταν όλοι του επισήμαιναν να προσέχει τις «παρέες» του, που είναι αποδεδειγμένα κακές, συναντούσε δις τον νούμερο 2 της Goldman Sachs (σ.σ. χωρίς να έχει διευκρινιστεί μέχρι σήμερα ποιος τους έφερε σε επαφή· κάτι που θα είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον). Οταν ο διπλός ρόλος της Goldman Sachs αποκαλύφθηκε, ήταν επίσης πολύ αργά. Τα spreads είχαν πάρει τον δρόμο χωρίς επιστροφή, εκεί γύρω στα μέσα Δεκεμβρίου με αρχές Ιανουαρίου.

Γ) Οταν στο Μέγαρο Μαξίμου άρχισαν να αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο, άρχισαν να παίζουν με τις λέξεις και τις απειλές, νομίζοντας ότι είναι σε θέση να εκβιάζουν τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο και όποιον άλλον: «Αν δεν μας δώσετε βοήθεια (σ.σ. χωρίς, όμως, να τη ζητήσουμε), τότε θα πάμε στο ΔΝΤ». Παράλογα πράγματα, δηλαδή. Η απάντηση ήταν άμεση, «πληρωμένη» και καταστροφική: «Να πάτε και φεύγοντας αφήστε το ευρώ στην πόρτα».

Δ) Τα spreads βρίσκονταν πλέον εκτός ελέγχου και στην κυβέρνηση, αντιλαμβανόμενοι ότι «αν αργήσουμε κι άλλο καταστρεφόμαστε», κάνουν την επόμενη καθυστερημένη όσο και λανθασμένη κίνηση. Αρχίζουν να πιέζουν για τη σύσταση ενός μηχανισμού διάσωσης της οικονομίας από ΔΝΤ κι Ευρωζώνη, χωρίς να πιέζουν παράλληλα και για την ανάγκη άμεσης ενεργοποίησής του, εφαρμόζοντας την υποτιθέμενη πολιτική «του πιστολιού πάνω στο τραπέζι». Οι αγορές, ούτε που… ιδρώνουν και οδηγούν τα spreads σε νέα ρεκόρ.

Ε) Στο οικονομικό επιτελείο καταλαβαίνουν, πάντα με τη γνωστή «διαφορά φάσης», ότι «το όπλο πρέπει να είναι και γεμάτο». Και τρέχουν να προλάβουν για να το γεμίσουν. Εκεί ακριβώς βρισκόμαστε τώρα. Οι «άλλοι» απέναντι (πείτε τους κερδοσκόπους, πείτε τους ραντιέρηδες, πείτε τους τοκογλύφους, πείτε τους όπως θέλετε) έχουν βγάλει ήδη το πιστόλι από τη θήκη κι ετοιμάζονται να πυροβολήσουν. Κι εμείς ψάχνουμε για τις σφαίρες. Βρισκόμαστε, δηλαδή, πάντα μια σκηνή πίσω. Ε, για να προβλέψετε τη συνέχεια, δεν θέλει και πολλή φαντασία

Ο φρέντο, το «σπέσιαλ» και οι κατσαρόλες

Μάλλον ήρθε η ώρα να πούμε «δύο λόγια» για το ΔΝΤ και την ελληνική εμπλοκή του, τώρα που η περιπέτεια ξεκινάει κι ετοιμάζεται να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα. Κατ’ αρχάς, είναι αδιάφορο αν τα γραφεία του θα στεγάζονται στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στο υπουργείο Οικονομικών ή οπουδήποτε αλλού. Με αυτή τη ρηχή λεπτομέρεια, στην πραγματικότητα, ασχολούνται μόνο όσοι μας έφεραν σε αυτήν την κατάσταση, οι σημειολόγοι και οι ιστορικοί του μέλλοντος. Οι υπόλοιποι έχουν άλλα, σοβαρότερα, πράγματα να αντιμετωπίσουν.

Οπως, για παράδειγμα, την κρίσιμη παράμετρο που υποστηρίζει ότι «οι άνθρωποι του ΔΝΤ μια συνταγή ξέρουν κι αυτήν εφαρμόζουν παντού». Αν ισχύει αυτό, τότε τα πράγματα είναι από δύσκολα έως επικίνδυνα για μας. Γιατί, όσο καλή διάθεση κι αν έχει κανείς, τι κοινά στοιχεία μπορεί να βρει ανάμεσα στους Ελληνες, τους Αργεντινούς, τους Ούγγρους, τους Τούρκους και τους Ρουμάνους; Μόνον ότι είναι άξιοι της μοίρας τους. Πέραν τούτου ουδέν.

Ο John Kenneth Galbraith στα «Οικονομικά της αθώας απάτης» γράφει ότι «η οικονομία και γενικότερα τα οικονομικά και πολιτικά συστήματα καλλιεργούν τη δική τους αλήθεια, είτε λόγω χρηματικών και πολιτικών πιέσεων είτε εξαιτίας της πρόσκαιρης μόδας». Και αυτή η «μόδα» από χώρα σε χώρα και από λαό σε λαό διαφέρει. Ο ίδιος προσθέτει παρακάτω: «Αυτό που επικρατεί στην πραγματική ζωή δεν είναι η πραγματικότητα, αλλά η τρέχουσα μόδα και το χρηματικό συμφέρον». Αυτή η «τρέχουσα μόδα», λοιπόν, δεν μπορεί εξ αντικειμένου να είναι ίδια στην Ελλάδα των αρχών του ’10 με αυτήν της Αργεντινής στα μέσα του ’90. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με τα ίδια μέσα και την ίδια λογική.

Αυτό θα πρέπει, από εδώ και στο εξής, να εξηγείται καθημερινά και άκοπα στους «ανθρώπους της Ουάσιγκτον». Κι ας έχουν ως θέσφατο τη βασική αρχή της κλασικής σχολής που υποστηρίζει ότι «οι οικονομικές μεταβλητές που χρησιμοποιούνται για τη μελέτη της οικονομικής δραστηριότητας μπορεί να ισχύουν ανεξαρτήτως χρόνου και τόπου» (σ. σ. Κ. Μελάς). Αυτό μπορεί να μας οδηγήσει όλους στην καταστροφή, αντί να μας σώσει.

Αρκεί και εμείς ως λαός, έστω και τώρα, την ύστατη στιγμή, να σοβαρευτούμε και να σταματήσουμε να αντιγράφουμε ό, τι γραφικό συνέβη σε αντίστοιχες περιπτώσεις στο εξωτερικό. Γιατί αν βγαίνουμε από τώρα στους δρόμους με τις… κατσαρόλες, υποτίθεται για να διαμαρτυρηθούμε, τότε τι θα κάνουμε όταν σφίξουν οι πείνες; Στο Μπουένος Αϊρες αναγκάσθηκαν να το κάνουν όταν το τσουκάλι είχε να ανάψει μέρες και δεν πήγαινε άλλο. Οχι όταν στις παρακείμενες παραλιακές καφετέριες ο φρέντο κόστιζε 6 ευρώ και το ουίσκι σπέσιαλ 15…

Τα «καλά παιδιά»

Στις μέρες που θα ακολουθήσουν θα γραφτούν πάμπολλες αναλύσεις και θα γίνουν ουκ ολίγες προβλέψεις, σχετικά με το πότε θα γίνουν οι επόμενες κινήσεις – δηλαδή πότε θα ληφθούν τα επόμενα μέτρα – επί ελληνικού εδάφους. Στην πραγματικότητα, οι εξελίξεις είναι προδιαγεγραμμένες και οι χρόνοι εκ των προτέρων γνωστοί. Οπότε, τζάμπα θα πάει το μελάνι και άσκοπα θα καταναλωθεί η φαιά ουσία. Τα κουκιά είναι μετρημένα και το πάπλωμα μικρό.
Προσέξτε γιατί:
Το πρώτο σκληρό πακέτο μέτρων ανακοινώθηκε – καθόλου τυχαία – λίγο πριν τη μεγάλη ομολογιακή λήξη της 19ης Μαίου. Κι αυτό γιατί, για να πληρωθεί η τελευταία (σσ απαιτούνται περί τα 9 δις ευρώ), θα έπρεπε να έρθουν τα λεφτά «απ’ έξω». Για να μας τα στείλουν, λοιπόν, Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον, απαίτησαν μέτρα. Κι εμείς, ως «καλά παιδιά», τα πήραμε άμεσα, χωρίς πολλές – πολλές αντιρήσεις, αφού γνωρίζαμε ότι αν πηγαίναμε να τα δανειστούμε από την ελεύθερη αγορά, θα τα παίρναμε μόνο σε …ευχές.
Το δεύτερο σκληρό πακέτο μέτρων, θα πρέπει να αναμένεται προς τα τέλη Σεπτεμβρίου. Θα έχει προηγηθεί ο απαραίτητος τριμηνιαίος έλεγχος της γνωστής τρόικας (ΔΝΤ, ΕΚΤ και Ευρωζώνης), ενώ θα ακολουθεί η επόμενη μεγάλη λήξη του 2010, αυτή του Οκτωβρίου, η οποία θα είναι περίπου ισουψής του Μαίου. Το ενδεχόμενο να έχει φτιάξει, έως τότε, το κλίμα στις αγορές και να δανεισθεί από αυτές η Ελλάδα το αναγκαίο ποσό, είναι το ίδιο πιθανό όσο το να πάρουν μαζί breakfast εργασίας, σε φιλικό κλίμα, ο Μπάρακ Ομπάμα με τον Μπιν Λάντεν, ένα πρωινό του Αυγούστου, στον Λευκό Οίκο. Κατά συνέπεια, για να πληρωθούν οι ομολογιούχοι του Οκτωβρίου, η ελληνική κυβέρνηση θα καταφύγει και πάλι στο πακέτο των 110 δις ευρώ. Μόνο που για να το «ανοίξουν» Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες, θα απαιτήσουν νέα, διορθωτικά, μέτρα, τα οποία και πάλι η Αθήνα, ασμένως, θα λάβει.
Αυτή η ιστορία θα επαναλαμβάνεται από εδώ και στο εξής συντεταγμένα, σε τακτά χρονικά διαστήματα. Δηλαδή, όποτε θα έχουμε λήξεις ομολογιακών δανείων (σσ δηλαδή, όποτε θα «σκάει» επιταγή, κατά το κοινώς λεγόμενο), θα έχουμε κι ανακοινώσεις μέτρων. Οπότε, όποιος μπει στον κόπο να ρίξει μια ματιά στα χρονοδιαγράμματα των λήξεων, θα μπορεί να …διαβάζει το μέλλον, χωρίς να έχει απαραίτητα το κληρονομικό χάρισμα.
Θα μπορούσε, βεβαίως, κάποιος να ισχυρισθεί, ότι αυτό το «παραμύθι» δεν μπορεί να τραβήσει, σε μάκρος, για πολύ. Θα υπάρξει λαική αντίδραση, που θα το ανατρέψει και θα επαναφέρει την τάξη στην προτέρα κατάσταση. Λάθος. Το «παραμύθι» τώρα έχει «κακό λύκο». Ποιος είναι αυτός; Το σίγουρο ενδεχόμενο, σε αυτή την περίπτωση, να μην ανοίξει το ταμείο των 110 δις στην επόμενη λήξη μεγάλης έκδοσης. Κι από τη στιγμή που δεν θα μπορούμε να δανειστούμε το ποσό από τις αγορές, μια θα είναι η λύση που θα μας απομένει: να πτωχεύσουμε (εκτός κι αν μας τα δανείσει το ΚΚΕ, με το ΠΑΜΕ). Τι σημαίνει αυτό; Στάση πληρωμών. Οπότε μισθοί και συντάξεις δεν θα πληρωθούν. Άρα;

Ας κάθονται, λιγότερο θα στοιχίζουν…

Μπορεί η απεργία να είναι «λευκή», «κόκκινη» ή «πορτοκαλί». Μικρή σημασία έχει. Αυτό που μετράει είναι ότι υπάρχουν εφορίες με μηδενικό ρυθμό αύξησης των εσόδων, σε μια περίοδο που υποτίθεται ότι «οι μηχανές δουλεύουν στο φουλ». Οπότε παρατηρείται το εξής παράδοξο: η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών ανακοινώνει αύξηση φόρων, αλλά η υπηρεσιακή – αδιαφορώντας ή αδυνατώντας – δεν τους εισπράτει. Οπότε, στο τέλος της ημέρας το πηλίκο είναι ίδιο: Μηδέν. Η λογική είναι απλή: Οι πολιτικοί «κάνουν» ότι ανακοινώνουν, οι εφοριακοί «παριστάνουν» ότι εισπράττουν και οι κοινοτικοί συλλέγουν εμπειρίες, που τις αφηγούνται, χάριν ανεκδότων, πίνοντας μπύρες σε παμπ των Βρυξελλών, κάνοντας το μεσημεριανό τους διάλειμμα. Στον 5ο όροφο του κτιρίου της οδού Νίκης τα βλέπουν και τα ξέρουν όλα αυτά και … «τρελαίνονται». Ανακοινώνουν συσκέψεις επί συσκέψεων, όπου άλλοτε καλοπιάνουν κι άλλοτε απειλούν τους προισταμένους των ΔΟΥ, αλλά άκρη δεν βγάζουν. Κι απορούν γιατί. Ε, ας τους πει κάποιος, για να τους βγάλει κι από την άγνοια, ότι το θέμα είναι καθαρά ανθρώπινο και το φαινόμενο εντελώς ελληνικό. Τι συμβαίνει: Οι νυν προιστάμενοι, εκλεκτοι οι περισσότεροι της προηγούμενης «κάταστασης», ξέρουν ότι αργά ή γρήγορα θα αντικατασταθούν από τους εκλεκτούς της τωρινής. Αυτό δεν προβλέπει η παράδοση; Αργά ή γρήγορα, θα την τηρήσουν. «Οπότε» σου λέει ο κ.προιστάμενος, «γιατί να τρέξω». Απορούν μάλιστα, γιατί δεν τους έχουν (απ)αλλάξει ήδη από τα υποτιθέμενα καθήκοντα τους και την υποχρέωση να «ακούν» και να απολλογούνται κάθε λίγο και λιγάκι στον κ.Δ.Γεωργακόπουλο, αρμόδιο (;) γενικό γραμματέα του υπουργείου. Αν σε αυτή την κατηγορία, προστεθεί κι εκείνη των εν δυνάμει συνταξιούχων εφοριακών, που μετράνε μέρες για να συμπληρώσουν τα χαρτιά και το τελευταίο που σκέφτονται είναι πως θα μαζέψουν φόρους, τότε αμέσως – αμέσως συγκεντρώνεται μια δύναμη ικανή να τινάξει στον αέρα όχι μόνο το παρόν φορολογικό πλάνο άλλα δέκα σαν αυτό. Όπως άλλωστε τα έχουν καταφέρει πάμπολλες φορές στο παρελθόν. Οπότε, οδηγούμαστε σε αδιέξοδο; Οχι, λύση υπάρχει. Θέλει όμως «κότσια». Στην Καραγεώργη Σερβίας, αν την ψάξουν θα τη βρουν μέσα σε κάποιο συρτάρι, σε έναν φάκελο, όπου την άφησαν οι προηγούμενοι φεύγοντας, γιατί δεν τόλμησαν να την εφαρμόσουν. Τι προβλέπει; Τη διάλυση των εφοριών, οι οποίες είναι περισσότερες από τα περίπτερα. Σήμερα, ακόμα και σε μικρούς νομούς, υπάρχουν δύο ή και περισσότερες ΔΟΥ, με μηδενική απόδοση, που λειτουργούν για ρουσφετολογικούς και μόνο λόγους. Απασχολούν προσωπικό, «καίνε» ρεύμα, πληρώνουν λογαριασμούς κι έχουν πάγια έξοδα, αλλά δεν έχουν κανένα αντικείμενο, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος. Η πρόταση υποστηρίζει το κλείσιμο τους, μέσω της συγχώνευσης, με τη λειτουργία μιας ΔΟΥ ανά νομό. Έτσι και οικονομία θα γίνει και περισσότερα έσοδα θα μαζευτούν (λιγότερα από σήμερα αποκλείεται) και λιγότερα «τυχερά» θα μοιραστούν. Μα θα πει κάποιος, τόσους υπαλλήλους, που θα περισέψουν, τι θα τους κάνεις; Τίποτα, ας κάθονται. Λιγότερο θα στοιχίζουν…